κουβαρντάς

κουβαρντάς
και κουβαρδάς και χουβαρδάς, ο
1. αυτός που ξοδεύει με απλοχεριά για τους άλλους, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος
2. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hovarda].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουβαρντάς — ο βλ. κουβαρδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοβαρδάς — ο, Ν κουβαρντάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. κουβαρντάς* / χουβαρδάς] …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτοχέρης — α, ικο γεναιόδωρος, απλόχερης, κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

  • κουβαρδάς — ο βλ. κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντάνθρωπος — και κουβαρδάνθρωπος και χουβαρντάνθρωπος, ο κουβαρντάς, απλοχέρης, γενναιόδωρος …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντοσύνη — και κουβαρδοσύνη και χουβαρντοσύνη, η [κουβαρντάς] γενναιοδωρία, απλοχεριά …   Dictionary of Greek

  • κουβαρντόπαιδο — και κουβαρδόπαιδο και χουβαρντόπαιδο, το ανοιχτοχέρης, κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

  • μπερ(ε)κετλής — και μπερ(ε)κετιλής, ο, θηλ. ίδισσα 1. αυτός που έχει αφθονία αγαθών, πλούσιος 2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bereketli] …   Dictionary of Greek

  • παρεκτικός — ή, όν, Α [παρέχω] 1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ. β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.) 2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος …   Dictionary of Greek

  • χουβαρντάς — ο, θηλ. χουβαρντού, Ν βλ. κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”